καλοπαντρεύω

καλοπαντρεύω
μετ. удачно выдавать замуж (дочь и т.п.), удачно женить (сына и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καλοπαντρεύω" в других словарях:

  • καλοπαντρεύω — καλοπαντρεύω, καλοπάντρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοπαντρεύω — (Μ καλοπαντρεύω και καλοπανδρεύω) παντρεύω κάποιον καλά, με ευνοϊκούς όρους …   Dictionary of Greek

  • καλοπαντρεύω — καλοπάντρεψα, καλοπαντρεύτηκα, καλοπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον καλά: Το καλοπάντρεψε το κορίτσι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»